πυγμαχώ

πυγμαχώ
boxer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • πυγμαχώ — πυγμαχῶ, έω, ΝΜΑ [πυγμάχος] αγωνίζομαι ως πυγμάχος, μετέχω σε αγώνα πυγμαχίας …   Dictionary of Greek

  • πυγμαχώ — πυγμαχώ, πυγμάχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πυγμαχώ — πυγμάχησα 1. παλεύω με γροθιές. 2. μετέχω σε αγώνα πυγμαχίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπυκτεύω — (Α, Μ καταπυκτεύομαι) καταβάλλω σε πυγμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυκτ εύω «πυγμαχώ» (< πύκ της «πυγμάχος»)] …   Dictionary of Greek

  • πυκτεύω — και βοιωτ. τ. πουκτεύω Α [πύκτης] 1. μάχομαι ή αγωνίζομαι με κάποιον με την πυγμή, πυγμαχώ («πυκτεύουσι διὰ τὴν ἔριν ὅπου ἄν συμβάλωσι», Ξεν.) 2. είμαι πυγμάχος («πυκτεύειν καὶ παγκρατιάζειν», Πλάτ.) 3. χτυπώ κάποιον με την πυγμή («τίς εἰς σὸν… …   Dictionary of Greek

  • πυκτομαχώ — έω, Α πυγμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύκτης + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • συμπυκτεύω — Α πυγμαχώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυκτεύω (< πύκτης «πυγμάχος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”